Μούσας

Μούσας
Μούσᾱς , Μοῦσα
music
fem acc pl
Μούσᾱς , Μοῦσα
music
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μούσας — μού̱σᾱς , Μοῦσα music fem acc pl μού̱σᾱς , Μοῦσα music fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DOLICHUS — Galen. de tuenda valet. l. 2. c. XI. ut et Diaulus, cursus fuêre genera, in Vett. Gymnasiis exerceri solita: quorum illum refert, Graecis continuatum diu cursum significare; cum tamen maior Auctorum pars duplicis stadii spatium exstitisse eum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MEDICI — apud Romanos, olim servi tantum erant, ut testantur Sueton. Neron. c. 4. et Seneca de Benes. l. 3. c. 24. qui Domitium Corfinio inclusum, a servo prius, quam a Caesare servatum seribunt. Clarifsime P. Orosius l. 7. c. 3. Adeo dira Romanos fames… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MEGALCO — cuius ancillulas Musas fuisse, Macari filias, Myrtilus auctor est, memoratur Arnobio l. 4. Aliter paulo Clemens Protrept. p. 9. Μούσας θεραπαινίδας ταύτας ἐώνηται Μεγαλκὼ, ἡ θυγάτηρ Μάκαρος. Vide et Megaclo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • STADIODROMI — Σταδιοδρόμοι, genus olim cursorum, a cursu unius tantum stadii dicti. Unde Tzetzes l. 3. Histor. Chil. 6 de iis, ἁπλοῦν, inquit, ποιοῦνται τὸν δρόμον. Sic enim apud eum rescribit Voss. Agnosticôn l. 1. c. 28. Qui vero duplex unô cursu Stadium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ορφεύς — ο (Α Ὀρφεύς, έως, δωρ. τ. Ὄρφης) μορφή τής ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, περίφημος αοιδός, μουσικός και ποιητής, γιος τού Απόλλωνος ή τού… …   Dictionary of Greek

  • αμβροσίοδμος — ἀμβροσίοδμος, ον (Α) αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίας τη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + οδμος < ὀδμή αρχαιότερος… …   Dictionary of Greek

  • μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον …   Dictionary of Greek

  • μουσοπρόσωπος — μουσοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει όψη Μούσας …   Dictionary of Greek

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”